πρόσθετον

πρόσθετον
πρόσθετος
put to
masc acc sg
πρόσθετος
put to
neut nom/voc/acc sg
πρόσθετος
put to
masc/fem acc sg
πρόσθετος
put to
neut nom/voc/acc sg
προστίθημι
put to
aor imperat act 2nd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσθετος — η, ο / πρόσθετος, ον, ΝΜΑ, και προσθετός, ή, ό, Ν [προστίθημι] 1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ. γ. «πρόσθετοι πτέρυγες»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”